- ανύχτωτος
- -η, -οεπίρρ. -α εκείνος που δεν έχει νυχτωθεί, δεν τον πρόφτασε η νύχτα: Πρέπει να φτάσουμε στο χωριό ανύχτωτοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανύχτωτος — η, ο 1. αυτός που δεν νυχτώθηκε, δεν τον έπιασε η νύχτα 2. όποιος δεν έχει νύχτα, ο ανέσπερος … Dictionary of Greek